φάσγανα

φάσγανα
φάσγανον
sword
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φάσγαν' — φάσγανα , φάσγανον sword neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήκης — εὐήκης, εὔηκες (Α) ακονισμένος καλά, αιχμηρός (α. «αἰχμής εὐήκεος», Ομ. Ιλ. β. «εὐήκεα φάσγανα», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήκης (< ακή «αιχμή») το η λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. αμφ ήκης, προ ήκης κ.ά.) βλ. λ. ακ ] …   Dictionary of Greek

  • κωπήεις — κωπήεις, εσσα, εν (Α) [κώπη] αυτός που έχει λαβή («κωπήεντα φάσγανα», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • φασγανουργός — όν, Α αυτός που κατασκευάζει φάσγανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσγανον «ξίφος» + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”